Στο λόφο του Φρουρίου είναι αφιερωμένο το φετινό λεύκωμα – ημερολόγιο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας. Το φετινό ημερολόγιο προλογίζει ο Δήμαρχος Λαρισαίων κ. Απόστολος Καλογιάννης, ενώ το εισαγωγικό σημείωμα υπογράφει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας κα Σταυρούλα Σδρόλια. Τα κείμενα και η επιμέλεια της έκδοσης είναι της Αρχοντούλας Αναστασιάδου, ενώ διανθίζεται από σπάνιο φωτογραφικό υλικό. Τη σχεδίαση και σελιδοποίηση υπογράφει ο Σταμάτης Παπαδήμος.
Το λεύκωμα – ημερολόγιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις LARISSANET με την ευγενική υποστήριξη των EUROBANK, EXALCO, ΠΕΔ Θεσσαλίας, Επιμελητηρίου Λάρισας, ΕΔΑΘΕΣΣ, Συνεταιριστικής Τράπεζας Θεσσαλίας, Αναπτυξιακής Εταιρίας Επιμελητηρίου Λάρισας και του Συλλόγου Φίλων του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας.
Ο λόφος «του Φρουρίου»
Η Λάρισα, χτισμένη σε καίρια θέση στην εύφορη θεσσαλική πεδιάδα και δίπλα στην κοίτη του Πηνειού, υπήρξε διαχρονικά η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας. Η ζωή εδώ ξεκίνησε στα προϊστορικά χρόνια, τη νεολιθική εποχή (6η χιλιετία π.Χ.), με τη μορφή μικρών οικισμών οργανωμένων στην έκταση της σημερινής πόλης. Ένας από αυτούς βρισκόταν και στον λόφο που σήμερα καλείται «του Φρουρίου».
Ο λόφος στη νότια όχθη του Πηνειού, σχηματισμένος από τις συνεχείς επιχώσεις που προέκυψαν από τα νεολιθικά χρόνια και εξής μέσα από την ανθρώπινη δραστηριότητα, κατοικείται αδιάλειπτα έως τις μέρες μας και μας αποκαλύπτει διαρκώς κρυμμένα μυστικά της μακραίωνης ιστορίας της Λάρισας. Πάνω σ’ αυτόν ανέπνευσε, δημιούργησε, πολέμησε, έλαμψε και συνεχίζει να χτυπά η καρδιά μιας πόλης με 8.000 συναρπαστικά χρόνια ύπαρξης. Η ιστορία της είναι τόσο στενά δεμένη με τον λόφο που, κατά μία άποψη, σ’ αυτόν οφείλει και το όνομά της.
Η Λάρισα από τα αρχαϊκά χρόνια υπήρξε η ισχυρή πρωτεύουσα της Πελασγιώτιδας, ενός από τα τέσσερα θεσσαλικά κράτη, γνωστά ως τετράδες ή μοίρες. Στον λόφο οργανώθηκε η ακρόπολη και στη γύρω πεδινή περιοχή επεκτάθηκαν οι υπόλοιπες λειτουργίες της πόλης. Οι Αλευάδες, ο ηγεμονικός οίκος της Λάρισας, σταδιακά επέκτειναν την εξουσία τους σε όλη τη Θεσσαλία και ο αρχηγός τους είχε για πολλούς αιώνες τον τίτλο του Ταγού, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλίας. Το πολίτευμα αυτό διήρκεσε έως και το τέλος της κλασικής εποχής. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η Λάρισα υποτάχθηκε στην ανερχόμενη δύναμη του μακεδονικού κράτους και γνώρισε νέα περίοδο ακμής ως έδρα του Κοινού των Θεσσαλών. Μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) και τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Θεσσαλίας εξακολούθησε να ηγείται του Κοινού των Θεσσαλών και ακολουθώντας φιλορωμαϊκή πολιτική ανακηρύχθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο πόλη Σεβαστή.
Έως και τον 5ο αιώνα μ.Χ. η Λάρισα απλωνόταν σε μια ευρεία έκταση στη γύρω πεδινή περιοχή και ο λόφος «του Φρουρίου» συνιστούσε πάντα την ακρόπολή της. Εκεί, σύμφωνα με τις επιγραφές, βρισκόταν ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος, η λατρεία της οποίας καθιερώθηκε πιθανώς ήδη την αρχαϊκή περίοδο. Η ακριβής θέση του περίλαμπρου πολιούχου ναού δεν έχει εντοπιστεί, πιθανολογείται ωστόσο ότι βρισκόταν στην περιοχή ανατολικά του σύγχρονου ναού του Αγίου Αχιλλίου. Ενδείξεις της ύπαρξής του αποτελούν φυσικά τα πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη που ξαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε νεότερα κτίρια της γύρω περιοχής. Πρόσφατα, εξάλλου, κατά τη διάρκεια των εργασιών αναστήλωσης του μπεζεστενίου, βρέθηκε στα θεμέλιά του εντοιχισμένο ως οικοδομικό υλικό μαρμάρινο άγαλμα της θεάς στον τύπο της Αθηνάς Παρθένου, γεγονός που ενισχύει την άποψη για τη θέση του ναού στην κορυφή του λόφου.
Στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., στη νότια κλιτύ της ακρόπολης οικοδομήθηκε το μεγάλο θέατρο, άμεσα συνδεδεμένο με τη λατρεία του θεού Διονύσου και την τέλεση θεατρικών παραστάσεων και συγχρόνως, κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των πολιτών. Τον 1ο αι. π.Χ. το θέατρο μετατράπηκε σε αρένα για την τέλεση επίσημων εορταστικών εκδηλώσεων, μονομαχιών, θηριομαχιών και μιμοθεάτρου. Λειτούργησε μέχρι το τέλος του 3ου ή τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., ενώ καταστράφηκε οριστικά από σεισμό περίπου τον 7ο αι.

Μετά τις βαρβαρικές επιδρομές που έπληξαν την πόλη στη διάρκεια του 4ου και του 5ου αι. μ.Χ., η Λάρισα ξανατειχίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και συρρικνώθηκε σε έκταση. Ο λόφος συνέχισε να λειτουργεί ως ακρόπολη και ταυτόχρονα, από τα μέσα περίπου του 6ου αι. και εξής, αποτέλεσε και το θρησκευτικό κέντρο της μητρόπολης της Θεσσαλίας, με την ανέγερση μεγάλης βασιλικής στην κορυφή του και τη μεταφορά της μητροπολιτικής έδρας από τη βασιλική της Οδού Κύπρου στη βασιλική του Αγίου Αχιλλίου. Στα κατοπινά χρόνια ο ναός, που στέγαζε και τον τάφο του πολιούχου αγίου, απέκτησε τεράστια φήμη και αποτέλεσε φημισμένο προσκυνηματικό κέντρο χάρη στις μυροβλητικές ιαματικές ιδιότητες του Αχιλλίου. Ανακαινίστηκε τον 9ο αι. και συνέχισε να λειτουργεί αδιάλειπτα έως και την οθωμανική κατάκτηση.
Η βασιλική του Αγίου Αχιλλίου ήταν προφανώς ενταγμένη σε ευρύτερο συγκρότημα που περιλάμβανε το επισκοπείο και άλλα κτίρια της μητροπολιτικής έδρας. Μικρό λουτρό στα ανατολικά της βασιλικής εξυπηρετούσε πιθανότατα τις ανάγκες του επισκοπικού μεγάρου. Το λουτρό απαρτιζόταν από δύο χώρους και χρονολογείται στον 6ο αιώνα.
Δεύτερη βασιλική, ίσως κι αυτή μέρος του επισκοπικού συγκροτήματος, εντοπίστηκε στη βόρεια πλευρά της σημερινής Πλατείας Λαμπρούλη. Στη θέση της κατά τον 10ο αιώνα χτίστηκε μικρός μονόχωρος ναός, ο οποίος τον 12ο αιώνα επεκτάθηκε με την προσθήκη περιστώου και λειτούργησε ως κοιμητηριακός.
Τον 10ο αι. η πόλη μαστιζόταν από τις βουλγαρικές επιδρομές, με αποκορύφωμα την κατάληψή της από τον Σαμουήλ, το 986. Τότε αρπάχτηκε και το ιερό λείψανο του πολιούχου αγίου και μεταφέρθηκε στην Πρέσπα, στερώντας την πόλη από την αίγλη και την προστασία που της προσέδιδε η παρουσία του σ’ αυτή. Τον 14ο αι. η Λάρισα δεν ήταν πια το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Θεσσαλίας. Η πόλη οδηγήθηκε σε τέτοια παρακμή που χαρακτηριζόταν αοίκητος και ο ναός του Αγίου Αχιλλίου ληστών ορμητήριον.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης περιορίστηκαν στη συνοικία των απίστων ή στον Τρανό Μαχαλά, που καταλάμβανε το δυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα του λόφου. Εκεί μεταφέρθηκε και ο ναός του πολιούχου αγίου, που ξαναχτίστηκε στα τέλη του 15ου ή τις αρχές του 16ου αι. Γύρω του οργανώθηκε η χριστιανική συνοικία που συνδέθηκε άμεσα με την ιστορία του μητροπολιτικού ναού. Ο ναός αυτός, του οποίου τη μορφή δεν γνωρίζουμε, πυρπολήθηκε και κατεδαφίστηκε στη διάρκεια του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου. Στη θέση του το 1794 ανεγέρθηκε νέος λαμπρότερος και μεγαλοπρεπής στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με μέριμνα του τότε μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Η΄ Καλλιάρχη. Το τέμπλο του κοσμήθηκε με εικόνες που ο Καλλιάρχης παρήγγειλε στη Μόσχα το 1801 και φιλοτεχνήθηκαν από τον Ρώσο αγιογράφο Ντιμίτρι Σμιρνώφ. Τα ενδιαφέροντα αυτά έργα, με έντονες επιδράσεις από τη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη, εντυπωσίασαν τους συγχρόνους τους με τα υποβλητικά τους χρώματα και τη λάμψη τους.
Ο ναός του 1794 κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και το 1907 ξαναχτίστηκε νέος, σε νεοκλασικό ρυθμό. Μετά τους βομβαρδισμούς του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και τους μετέπειτα σεισμούς κατεδαφίστηκε, για να χτιστεί, στα νότια των προηγούμενων, ο σημερινός ναός.
Η χριστιανική συνοικία βρισκόταν περιορισμένη στο δυτικό – νοτιοδυτικό τμήμα του λόφου. Το υπόλοιπο και μεγαλύτερο σε έκταση συγκέντρωνε τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες. Στο πλάτωμα, στη θέση όπου βρισκόταν η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, οικοδομήθηκε στα τέλη του 15ου ή τις αρχές του 16ου αι. η μεγάλη σκεπαστή αγορά, το μπεζεστένι. Εκεί πωλούνταν πολυτελή υφάσματα και πολύτιμα αντικείμενα, φυλάσσονταν έγγραφα και περιουσιακά στοιχεία, γινόταν έλεγχος της ποιότητας των εμπορευμάτων και καθορίζονταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων. Γύρω του οργανώθηκε το εμπορικό τμήμα της πόλης, καθιστώντας το το ζωτικότερο κομμάτι της αγοράς και των πολυάριθμων επαγγελματικών συντεχνιών που δραστηριοποιούνταν στη Λάρισα.
Στον λόφο βρίσκονταν και τρία τζαμιά, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των Οθωμανών κατοίκων και επισκεπτών. Το Μπαϊρακλί Τζαμί βρίσκεται στη συμβολή των οδών Παπαφλέσσα και Όσσης και συνιστά το παλαιότερο οθωμανικό τέμενος που σώζεται στη Λάρισα. Χτίστηκε στον 15ο αιώνα και αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά της πόλης στο κέντρο της μεγάλης αγοράς.
Το μπεζεστένι λειτούργησε ως αγορά έως περίπου τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ένας δυνατός σεισμός προκάλεσε την κατάρρευση των έξι μολυβδοσκέπαστων θόλων του. Κατόπιν, το κτίριο επιχώστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη πολεμικού υλικού και παρατηρητήριο. Η συγκεκριμένη χρήση του μπεζεστενίου ως οχυρού – φρουρίου έδωσε και το σημερινό όνομα στον λόφο. Έναν λόφο που πραγματικά αποτελεί τον πυρήνα της πόλης, το κέντρο από όπου ξεκίνησε και γύρω από το οποίο διαμορφώθηκε, δοκιμάστηκε και δοξάστηκε. Ένα πραγματικό παλίμψηστο της ιστορίας της Λάρισας.
Η ύπαρξη όλων αυτών των σπουδαίων μνημείων απλωμένων στο λόφο προσέλκυσε το ενδιαφέρον και τη μέριμνα των αρχαιολόγων. Ήδη το 1910 ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος ξεκίνησε τις έρευνες για την αποκάλυψη του μεγάλου θεάτρου. Από το 1977-1978 άρχισαν συστηματικές προσπάθειες διάσωσης των αρχαιοτήτων με τις ανασκαφές στο θέατρο και στη βασιλική του Αγίου Αχιλλίου. Έκτοτε, στο πλαίσιο είτε συστηματικών είτε σωστικού χαρακτήρα εργασιών, αποκαλύφθηκαν, ερευνήθηκαν και αναδείχτηκαν όλα αυτά τα μνημεία που παρουσιάζονται στο ημερολόγιο και που αποτελούν τεκμήρια της ιστορίας και του πολιτισμού της Λάρισας. Οι εργασίες ανάδειξης και αποκατάστασης που πραγματοποιήθηκαν και συνεχίζουν να εκτελούνται και σήμερα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας στοχεύουν στην προβολή της μακραίωνης ιστορίας της πόλης, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της πολιτιστικής φυσιογνωμίας της. Οι μεγάλες παρεμβάσεις στο αρχαίο θέατρο και το μπεζεστένι που βρίσκονται σε εξέλιξη θα καταστήσουν ξανά τα μνημεία κομμάτι της ζωής της πόλης και των πολιτών της.
Πηγή : larissanet.gr
















