Γιατί να θέλει κανείς να ανέβει στις τρεις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου σε μία μέρα; «Γιατί μπορεί», ο οδηγός βουνού Νίκος Λαζανάς. Ξεκαρδιζόμαστε και συνεχίζουμε να ανηφορίζουμε προς το Κοφτό ανάμεσα στα πανύψηλα ρόμπολα, περιεργαζόμενοι τα σκαψίματα των αγριογούρουνων και αποφεύγοντας εντέχνως να αναλύσουμε την ανάγκη των ορειβατών να θέτουν διαρκώς νέους στόχους. «Άμα περπατήσεις γρήγορα, μπορούμε να κάνουμε και τις επτά ψηλότερες», συμπληρώνει. Ο ίδιος –και άλλοι, υποθέτω– το έχει ξανακάνει. Επιταχύνω, όχι για να προλάβω τις τρεις, πέντε ή επτά κορυφές, που έτσι κι αλλιώς θα επιχειρήσουμε την επόμενη μέρα, αλλά γιατί ανυπομονώ να φτάσω στο Οροπέδιο των Μουσών και να αντικρίσω το μαγικό Στεφάνι, τον θρόνο του Δία, την ώρα που ο ήλιος θα αρχίσει να γέρνει, να δω τις σκιές να μεγαλώνουν κάνοντας ακόμη πιο άγριες τις πτυχώσεις των βράχων, τα φώτα των καταφυγίων να ανάβουν και τα αστέρια να μοιάζουν πιο φωτεινά από οπουδήποτε στον κόσμο.
Ο Όλυμπος είναι το δικό μου Έβερεστ. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι και το ετήσιο «τάμα» μου – έρχομαι μία φορά τον χρόνο και επιχειρώ ό,τι αντέχει η ψυχολογική και φυσική μου κατάσταση κάθε φορά. Και πάντα φεύγω αλλαγμένη από το βουνό. Βουνό· αυτό σύμφωνα με μία εκδοχή σημαίνει η ονομασία Όλυμπος, προερχόμενο από προελληνική λέξη. Και αυτή η εκδοχή μού αρέσει περισσότερο. Λες «βουνό» και μιλάς για τον Όλυμπο.
Στο χάος με ασφάλεια
«Εσείς ανεβήκατε με την πρώτη;» ρωτάει τους πάντες με αγωνία ένας νεαρός που γύρισε τρομαγμένος στο καταφύγιο Αποστολίδη μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να ανέβει το Λούκι του Μύτικα. Ο Όλυμπος δεν είναι παίξε γέλασε και η ανάβαση στις κορυφές Μύτικας και Στεφάνι έχει τεχνικές δυσκολίες που αψηφά το μεγαλύτερο ποσοστό των επισκεπτών. Υπολογίζεται ότι πέντε χιλιάδες άνθρωποι ανεβαίνουν κάθε χρόνο στον Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας (2.919 μ.), μέσα από το Λούκι, μια «σκάλα» με έντονη κλίση όπου, για να ανέβεις, χρησιμοποιείς και τα χέρια σου, με πλάκες που έχουν λειανθεί από τα αμέτρητα πατήματα και σπασμένες πέτρες. Αυτό θα πει ότι, ακόμη κι αν το κάνεις πολύ προσεκτικά, οι προπορευόμενοι είναι πιθανό να προκαλέσουν λιθοπτώσεις – έτσι γίνονται και τα περισσότερα ατυχήματα. Το κράνος και τα ορειβατικά παπούτσια είναι απαραίτητα, ενώ κρίνεται σκόπιμη και η χρήση σχοινιού, συνοδεία οδηγού βουνού. Όμως, αντ’ αυτού, στο Λούκι βλέπεις κάθε χρόνο πιτσιρίκια χωρίς σχοινί, τουρίστες χωρίς κράνη, με σαγιονάρες, και συνοδούς διάφορων μικρών εταιρειών που δεν προμηθεύουν τους πελάτες τους με την ειδική ζώνη για το σχοινί (μποντριέ). Πολλοί επισκέπτες δεν ξέρουν καν ότι οι θερμοκρασίες τις νύχτες του καλοκαιριού είναι τόσο χαμηλές, που χρειάζεσαι χειμερινό μπουφάν και ισοθερμικά.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως είναι άλλο πράγμα ο οδηγός βουνού, άλλο ο συνοδός βουνού και άλλο, βέβαια, όσοι αυτοαποκαλούνται ειδικοί. Σε κάθε περίπτωση και σε οποιαδήποτε δραστηριότητα στη φύση, φροντίστε να μάθετε εκ των προτέρων ποιος θα είναι μαζί σας και ελέγξτε τις πιστοποιήσεις του. Από την άλλη, οι περισσότεροι ανεβαίνουν στον Μύτικα χωρίς κάποιον ειδικό – η μεγαλύτερη δυσκολία του, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι τεχνική αλλά ψυχολογική, καθώς περπατάς και σκαρφαλώνεις πάνω από το χάος.
Πορεία στο Πέρασμα Νάτση
Το πανόραμα των κορυφών τριγύρω, το οροπέδιο με τα δύο καταφύγια από μια μεγαλειώδη οπτική, τα μυστηριακά Καζάνια, μια χούνη από όπου ανεβαίνει συνήθως πυκνή ομίχλη, την κορυφή του Μύτικα απέναντι, τα αλπικά πίσω του

Το Στεφάνι είναι η πιο απαιτητική κορυφή του Ολύμπου, όχι όμως η ψηλότερη. Ο ορειβατικός δρόμος προς εκείνη βρίσκεται μπροστά και ονομάζεται πέρασμα Νάτση, «γιατί ο μπαρμπα-Κώστας Νάτσης το έκανε αυτό τη δεκαετία του 1930 για να ενώσει τις δύο κορυφές. Χωρίς τεχνικά μέσα και εντελώς μόνος του», μου λέει ο Νίκος και καταπίνω κάθε λέξη που μπορεί να υποδηλώσει φόβο. Αυτή ήταν η πρώτη διαδρομή solo τέτοιου βαθμού που έγινε από Έλληνα στην Ελλάδα. Όλες οι προηγούμενες απόπειρες είχαν αποτύχει.
Το πέρασμα Νάτση είναι μια αναρριχητική διαδρομή μικρού βαθμού δυσκολίας, όπου ανεβοκατεβαίνεις πέτρινες «σκάλες», τρυπώνεις ανάμεσα σε βράχια, καβαλάς ογκόλιθους, διασχίζεις κόψεις πατώντας σε λωρίδες εδάφους την ώρα που στα πλάγια σου χάσκουν γκρεμοί, αναρριχάσαι. Παιχνίδι και δέος μαζί. Μέσα στον γκρι λαβύρινθο όπου κάνει αντίλαλο ακόμη και η ανάσα σου, με την ομίχλη να ανεβαίνει από τα περίφημα Καζάνια μέσα από το Λούκι της Στριβάδας, νιώθεις τόσο μικρός, που τα χάνεις.
ΔΥΟ ΚΟΡΥΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Λίγο πριν ο ήλιος δύσει, οι επισκέπτες βρίσκονται επί ποδός. Είναι η ώρα που όλοι ανεβαίνουν για το ηλιοβασίλεμα (από το Οροπέδιο βλέπεις μόνο μια συγκλονιστική ανατολή) στις δύο κοντινές «μικρές» κορυφές, τον Προφήτη Ηλία και την Τούμπα. Μικρές φαίνονται εδώ, βέβαια, γιατί στην πραγματικότητα έχουν υψόμετρο 2.803 μ. και 2.801 μ. αντίστοιχα. Όσο αστείο κι αν ακούγεται, αποτελούν την απογευματινή βόλτα των περιπατητών – από το καταφύγιο Γιώσος Αποστολίδης μοιάζουν με λοφάκια. Ποια έχει καλύτερο ηλιοβασίλεμα; Ποια είναι πιο σύντομη; Θα μάθουμε μόνο ανεβαίνοντας και στις δύο. Και μια και η ώρα είναι προχωρημένη, αντί να πεζοπορήσουμε κάνουμε… mountain running. Στον Προφήτη Ηλία, το παμπάλαιο εκκλησάκι συγκινεί και μόνο με την ύπαρξή του. Λέγεται ότι το έχτισε ο Όσιος Διονύσιος το 1550 και γι’ αυτόν τον λόγο θεωρείται ο πρώτος εξερευνητής του Ολύμπου. Λέγεται επίσης πως όσα ζευγάρια ορειβατών παντρεύονται εδώ τελικά χωρίζουν!
Πηγή : larissanet.gr
















